- τίνοιμ'
- τίνοιμι , τίνωpay a price: pres opt act 1st sgτί̱νοιμι , τίνωpay a price: pres opt act 1st sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τίνοιμ' — τίνοιμι , τίνω pay a price pres opt act 1st sg τί̱νοιμι , τίνω pay a price pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek